τριηκόντορος

τριηκόντορος
τριακόντορος
thirty-oared ship
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριακόντορος — και τριακόντερος και ιων. τ. τριηκόντορος, ἡ, Α πολεμικό πλοίο το οποίο μετακινούνταν με τριάντα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ορος / ερος (<ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ ορος / ερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”